εὐξύμβλητος
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
εὐξύμβολος, εὐξυνεσία, εὐξύνετος, Att. for εὐς-.
German (Pape)
[Seite 1084] -ξύμβολος, -ξύνετος, att. für εὐσύμβλητος u. s. w.
French (Bailly abrégé)
att. c. εὐσύμβλητος.
Greek (Liddell-Scott)
εὐξύμβλητος: εὐξύμβολος, εὐξύνετος Ἀττ. ἀντὶ εὐσύμβλητος, εὐσύμβολος, εὐσύνετος.
Greek Monolingual
εὐξύμβλητος, -ον (Α)
αττ. τ., βλ. ευσύμβλητος.
Greek Monotonic
εὐξύμβλητος: εὐ-ξύμβολος, εὐ-ξύνετος, Αττ. αντί εὐ-σύμβλητος κ.λπ.