εὐρώστως

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
avec vigueur, avec force.
Étymologie: εὔρωστος.

Russian (Dvoretsky)

εὐρώστως: с силой, сильно, решительно (παρατάσσειν Xen.; διὰ τῶν πολεμίων ὠθεῖσθαι Plut.).

Spanish

enérgicamente