εὐτραφέω
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
to be well-nourished, thrive, Thphr. CP 4.10.1 (nisi leg. εὐτροφεῖ).
Greek (Liddell-Scott)
εὐτρᾰφέω: καλῶς τρέφομαι, θάλλω, ἀκμάζω, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 10, 1· ἀλλ’ ἡ ἀληθὴς γραφὴ εἶναι εὐτροφεῖ, ὡς ἡ εὐτροφία ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1. 11.
German (Pape)
gute Nahrung haben, Theophr.