εὐφόρως

From LSJ

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3

French (Bailly abrégé)

adv.
de manière à supporter facilement : εὐφόρως ἔχειν πρός τι PLUT être en état de supporter facilement qch.
Étymologie: εὔφορος.

Russian (Dvoretsky)

εὐφόρως: легко, без труда (τλῆναι Soph.; ἔχειν πρὸς τὰ κρύη καὶ τοὺς χειμῶνας Plut.).