εὐόρπηξ
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ηκος, ὁ, ἡ, with fine branches, Nonn. D. 21.298.
German (Pape)
[Seite 1085] ηκος, mit schönen Zweigen, Nonn. D. 21, 294.
Greek (Liddell-Scott)
εὐόρπηξ: ηκος, ὁ, ἡ, ἔχων ὡραίους κλάδους, Νόνν. Δ. 21. 296.
Greek Monolingual
εὐόρπηξ, -ηκος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που είναι κατασκευασμένος από ωραίο κλάδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όρπηξ «νέος βλαστός, κλαδί»].