εὔερος

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔερος Medium diacritics: εὔερος Low diacritics: εύερος Capitals: ΕΥΕΡΟΣ
Transliteration A: eúeros Transliteration B: eueros Transliteration C: eyeros Beta Code: eu)/eros

English (LSJ)

εὔερον, Att. form of εὔειρος (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1066] att. = εὔειρος, schönwollig, reich an Wolle; πόλις, Soph. Tr. 672; Ar. Av. 121 u. Cratin. bei Schol. ib.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couvert d'une bonne laine ou d'une laine épaisse, riche en laine.
Étymologie: εὖ, ἔριον.

Russian (Dvoretsky)

εὔερος:
1 Soph. = εὔειρος;
2 богатый шерстью (πόλις Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔερος: -ον, Ἀττ. τύπος τοῦ εὔειρος, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

εὔερος, -ον (Α)
βλ. εύειρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εύειρος].

Greek Monotonic

εὔερος: -ον, Αττ. αντί εὔειρος.

Middle Liddell

εὔερος, ον Attic for εὔειρος.]