ζαφελής

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζαφελής Medium diacritics: ζαφελής Low diacritics: ζαφελής Capitals: ΖΑΦΕΛΗΣ
Transliteration A: zaphelḗs Transliteration B: zaphelēs Transliteration C: zafelis Beta Code: zafelh/s

English (LSJ)

ές, violent, with Adv. ζαφελῶς, Hsch.; cf. ἐπιζαφελῶς· πάνυ ἀφελής, Suid.; — also ζάφελος, ον, Nic. Al. 556, EM 408.17.

Greek (Liddell-Scott)

ζᾰφελής: -ές, ὁρμητικός, βίαιος, μετ’ ἐπιρρ. -λῶς, Ἡσύχ.· πρβλ. ἐπιζαφελῶς· κατὰ τὸν Σουΐδ., = πάνυ ἀφελής. Ἐν Νικ. Ἀλ. 568 ἔχομεν πυρὸς ζαφέλοιο (ἐκ τοῦ ζάφελος, ον, ὅπερ ἀναφέρεται ἐν τῷ Ε. Μ.), ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφ. ζαφλέγοιο.

Greek Monolingual

ζαφελής, -ές (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) ορμητικός, βίαιος
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «πάνυ αφελής».
επίρρ...
ζαφελῶς (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μεγαλοκότως», βιαίως.