ζαφορά

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source

Greek Monolingual

και σαφορά, η (Μ ζαφορά και ζαφαράς)
1. το φυτό «κρόκος ο καρτραϊκός» και η χρωστική ουσία που προέρχεται από αυτό
2. καρύκευμα από το φυτό κρόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. του τουρκ. zafran].