ζεύκτης

From LSJ

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source

Greek (Liddell-Scott)

ζεύκτης: -ου, ὁ, οὐχὶ ζευκτὴς) = ζευκτήρ, Ἡσύχ. ἐν λ. ζευξίλεως, ἴδ. Κόντ. ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 433.