ζητιάνος

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source

Greek Monolingual

-α, -ικο
ο επαίτης, αυτός που ζητάει ελεημοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζητ- (< ζητώ) + -ιάνος, πρβλ. πρωτευουσιάνος].