ζυγείς

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source

French (Bailly abrégé)

εῖσα, έν;
part. ao.2 Pass. de ζεύγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ζῠγείς: part. aor. 2 pass. к ζεύγνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

ζῠγείς: μετοχ. ἀορ. β΄ παθ. τοῦ ζεύγνυμι.

Greek Monotonic

ζῠγείς: μτχ. Παθ. αορ. βʹ του ζεύγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζυγείς ptc. aor. pass. van ζεύγνυμι.