ζωογραφία

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source

Greek Monolingual

η (Α ζωογραφία) ζωογράφος
νεοελλ.
1. η απεικόνιση ζώων
2. ζωολ. το τμήμα της ζωολογίας που ασχολείται με την περιγραφή τών ζώων
αρχ.
μτγν. τ. αντί ζωγραφιά.