οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
η (Α ζωογραφία) ζωογράφοςνεοελλ.1. η απεικόνιση ζώων2. ζωολ. το τμήμα της ζωολογίας που ασχολείται με την περιγραφή τών ζώωναρχ.μτγν. τ. αντί ζωγραφιά.