ζωφόρος

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωφόρος Medium diacritics: ζωφόρος Low diacritics: ζωφόρος Capitals: ΖΩΦΟΡΟΣ
Transliteration A: zōphóros Transliteration B: zōphoros Transliteration C: zoforos Beta Code: zwfo/ros

English (LSJ)

ον, (φέρω) = ζωοφόρος.

Greek Monolingual

(I)
ο
βλ. ζωοφόρος (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -φόρος (< φέρω), πρβλ. καρποφόρος, σημαιοφόρος.
(II)
η
βλ. ζωοφόρος (ΙΙ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζωοφόρος (ΙΙ)].