ζύγρα
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
ἡ, dialectic form for διύγρα (sc. χώρα), marsh-land, Eust. 295.28.
Greek (Liddell-Scott)
ζύγρα: ἡ, διαλεκτικὸς τύπος ἀντὶ διύγρα (ἐνν. χώρα), ἑλώδης γῆ, Εὐστ. 295. 28.
Greek Monolingual
ζύγρα, ἡ (Μ)
(διαλεκτ. τ. αντί διύγρα, ενν. χώρα)
ελώδης γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ζύγρα αντί διύγρα στον Ευστάθιο (βλ. ζα- = διά)].