ζώσμα

From LSJ

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source

Greek Monolingual

το (AM ζῶσμα) ζώννυμι
νεοελλ.-μσν.
1. ζώνη, ζωστήρας.
2. ζώσιμο
μσν.
1. ζώνη
2. η μέση
3. προστασία
αρχ.
το ζώμα.