ηγετικός
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ηγέτη ή στην ηγεσία
2. αυτός που προσιδιάζει, που αρμόζει σε ηγέτη ή που έχει προσόντα και ιδιότητες ηγέτη.
επίρρ...
ηγετικά και -ώς
με τρόπο που αρμόζει σε ηγέτη, με τρόπο ηγετικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηγέτης + κατάλ. -ικός (πρβλ. ευεργετικός, υπηρετικός). Η λ. στο θηλ. ηγετική (τάξις εν τῃ κοινωνίᾳ] μαρτυρείται από το 1889 στον Χρήστο Δ. Παπαδόπουλο].