ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness
ἡδυλύρης, δωρ. τ. ἁδυλύρας, ὁ (Α)1. αυτός που παίζει γλυκά τη λύρα2. επίθ. του Απόλλωνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + λύρα.