ηδυχαρής

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source

Greek Monolingual

ἡδυχαρής, -ές (Α)
περιχαρής, γεμάτος χαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -χαρής (< χάρος, το), πρβλ. αιμοχαρής, περιχαρής].