ηθάς
ὁ κόσμος ἀλλοίωσις, ὁ βίος ὑπόληψις → the universe is flux, life is opinion | the universe is transformation: life is opinion | the universe is change, life is a fleeting impression | the universe—mutation: life—opinion
Greek Monolingual
ἠθάς, -άδος, ὁ, ἡ (Α) ήθος
1. (με γεν. και σπαν. με δοτ.) ο συνηθισμένος σε ένα πράγμα, γνώστης, εξοικειωμένος με κάτι («ἠθάς εἰμί πως τῶν τῆσδε μύθων», Σοφ.)
2. (απολ.) συνήθης, οικείος («τῶν γὰρ ἠθάδων φίλων νέοι... εὐπιθέστεροι», Ευρ.)
3. (για ζώα) εξημερωμένος, ήμερος («ὄρνιθες ἠθάδες» — πτηνά κατοικίδια, όρνιθες, Αριστοφ.)
4. (για πράγματα) συνηθισμένος («ἠθὰς νίκη»)
5. (σπαν. ως ουδ. στη γεν. και δοτ. πληθ.) ἠθάδων ή ἠθᾱσι
τα παλαιά, τα συνηθισμένα («τὰ καινά γ' ἐκ τῶν ἠθάδων ἠδίον' ἐστί» — τα καινούργια είναι, βέβαια, πιο ευχάριστα από τα παλιά, Ευρ.).