ηλεκτροχημεία
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
Greek Monolingual
η
χημ. τομέας της φυσικοχημείας ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών φαινομένων που συνδέονται με τη μετατροπή της χημικής ενέργειας σε ηλεκτρική ενέργεια και αντίστροφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrochemistry < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-) + chemistry (πρβλ. χημεία). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Δημ. Στρούμπο].