ηλώ

From LSJ

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source

Greek Monolingual

ἡλῶ, -όω (AM) ήλος
καρφώνω κάτι, τοποθετώ κάτι στερεά με καρφιά («χεῖράς τε καὶ πόδας ἡλούμενον»)
αρχ.
1. οξύνω, ακονίζω
2. παθ. ἡλοῦμαι
αποκτώ κάλους.