ημεροθαλλής

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source

Greek Monolingual

ἡμεροθαλλής ή ήμεροθηλής, -ές (Α)
αυτός που βλαστάνει μέρα με τη μέρα, σιγά σιγά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -θαλλής (< θάλ-λω), πρβλ. αθαλλής, ιεροθαλλής].