ημιμεθής

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source

Greek Monolingual

ἡμιμεθής, -ές (Α)
σχεδόν μεθυσμένος, μισομεθυσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + μέθη.