ημιμορφία

From LSJ

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source

Greek Monolingual

η
(κρυσταλλ.) το φαινόμενο του σχηματισμού κρυστάλλων οι οποίοι χαρακτηρίζονται από έλλειψη εγκάρσιου επιπέδου συμμετρίας καθώς και κέντρου συμμετρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hemimorphie < hemi- (πρβλ. ημι-) + -mor-phie (πρβλ. -μορφια < -μορφος < μορφή)].