ηπατιαίος

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241

Greek Monolingual

ἡπατιαῖος, -α, -ον (Α)
αυτός που ανήκει στο ήπαρ, ο ηπατικός («ἡπατιαῖος λοβός», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, -τος + -ιαίος (πρβλ. φρεατιαίος < φρέαρ)].