ηπεροπεύς
From LSJ
σοφόν γάρ ἕν βούλευμα τάς πολλάς χεῖρας νικᾶ, σὺν ὄχλῳ δ' ἀμαθία μεῖζον κακό → better than many hands is one wise thought, a multitude of fools makes folly worse
Greek Monolingual
ἠπεροπεύς, (-έως), επικ. γεν. -ῆος, ό, θηλ. ἠπεροπηΐς (Α)
ηπεροπευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητικός σχηματισμός από το ηπεροπεύω, το οποίο στην περίπτωση αυτή προέρχεται από αμάρτυρο ηπέροψ που είναι ανερμήνευτο].