ηπιώ
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
Greek Monolingual
ἠπιῶ, -όω (Α) ἡπιος
1. αισθάνομαι τον εαυτό μου ελαφρότερο, είμαι καλύτερα («ἠπίωσε τῷ σώματι», Ιπποκρ.)
2. παθ. ἠπιοῦμαι, -όομαι
γλυκαίνομαι, γαληνεύω («ἠπιοῦσθαι ὑπὸ τῆς μουσικῆς», Φιλόδ.).