ησυχή

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source

Greek Monolingual

ἡσυχῇ και δωρ. ἁσυχᾷ (Α)
επίρρ.
1. ήρεμα, ήσυχα
2. αθόρυβα, σιωπηρά, αργά, σιγάἡσυχῇ γελάσαι», Πλάτ.)
3. ακίνητα, αδρανώς («κατέκειτο... ἡσυχῇ», Πλάτ.)
4. με ψυχική γαλήνη, με ήρεμη διάθεση, με ήσυχη διάθεσηἡσυχῇ καί κατὰ μικρὸν ἀναμιμνῄσκεσθαι», Αισχίν.)
5. μυστικά, κρυφά
6. λίγο, ελαφράἡσυχῇ κεκλιμένον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήσυχος + επίρρ. κατάλ. -, (πρβλ. κοινῇ].