θέλγημα
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
[Seite 1192] τό, Besänftigungsmittel. Suid.
θέλγημα: τό, = τῷ ἑπομ., Σουΐδ. ἐν λ. βουκολήσας.
θέλγημο, τὸ (Α) θέλγω
(κατά το λεξ. Σούδα) θέλγητρο, σαγήνη.