θέλγημα

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζον → there is no greater pain than grief

Source

German (Pape)

[Seite 1192] τό, Besänftigungsmittel. Suid.

Greek (Liddell-Scott)

θέλγημα: τό, = τῷ ἑπομ., Σουΐδ. ἐν λ. βουκολήσας.

Greek Monolingual

θέλγημο, τὸ (Α) θέλγω
(κατά το λεξ. Σούδα) θέλγητρο, σαγήνη.