ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
θῆξις, ἡ (ΑΜ) θήγωμσν.ακόνημα («θῆξις ὀδόντων», Ευστ.)αρχ.1. (κατά τον Ησύχ.) «ροπή, στιγμή, τάχος»2. (η δοτ. ως επίρρ.) θήξειαμέσως, στη στιγμή, σε μια στιγμή.