θαλαμόνδε

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλᾰμόνδε Medium diacritics: θαλαμόνδε Low diacritics: θαλαμόνδε Capitals: ΘΑΛΑΜΟΝΔΕ
Transliteration A: thalamónde Transliteration B: thalamonde Transliteration C: thalamonde Beta Code: qalamo/nde

English (LSJ)

Adv. to the bed-chamber, Od. 21.8, 22.109,161.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλαμόνδε: ἐπίρρ. εἰς τὸν θάλαμον, εἰς τὸν κοιτῶνα, Ὀδ. Φ. 8, Χ. 109, 161.

Greek Monolingual

θαλαμόνδε (Α)
επίρρ. στον θάλαμο, στο υπνοδωμάτιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμον, αιτ. του θάλαμος, + -δε (< δεικτικό εγκλιτικό μόριο δε (Ι)), πρβλ. οίκονδε, φόβονδε].