θαλαμόνδε
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
English (LSJ)
Adv. to the bed-chamber, Od. 21.8, 22.109,161.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰλαμόνδε: ἐπίρρ. εἰς τὸν θάλαμον, εἰς τὸν κοιτῶνα, Ὀδ. Φ. 8, Χ. 109, 161.
Greek Monolingual
θαλαμόνδε (Α)
επίρρ. στον θάλαμο, στο υπνοδωμάτιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμον, αιτ. του θάλαμος, + -δε (< δεικτικό εγκλιτικό μόριο δε (Ι)), πρβλ. οίκονδε, φόβονδε].