θαμπίζω

From LSJ

λύπης ἰατρός ἐστιν ὁ χρηστὸς φίλος → a true friend is grief's physician, a worthy friend is a physician to your pain

Source

Greek Monolingual

θαμπός
1. γίνομαι θαμπός, θαμπώνω
2. (για τη νύχτα) σκοτεινιάζω
3. (για κρασί) είμαι λίγο θολός («τα νέα κρασιά θαμπίζουν ώσπου να πιάσει το κρύο).