θειόχρους

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θειόχρους Medium diacritics: θειόχρους Low diacritics: θειόχρους Capitals: ΘΕΙΟΧΡΟΥΣ
Transliteration A: theióchrous Transliteration B: theiochrous Transliteration C: theiochrous Beta Code: qeio/xrous

English (LSJ)

-ουν, contr. from θειόχροος.

Greek Monolingual

-ουν και -οος, -οο (Α θειόχρους, -ουν, και -οος, -οον)
αυτός που έχει το χρώμα του θείου, του θειαφιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θείο (ΙΙ) + -χρους (< χρως «χρώμα»), πρβλ. άχρους, μελανόχρους].

German (Pape)

zusammengezogen aus θειόχροος.