θερείαυλος

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερείαυλος Medium diacritics: θερείαυλος Low diacritics: θερείαυλος Capitals: ΘΕΡΕΙΑΥΛΟΣ
Transliteration A: thereíaulos Transliteration B: thereiaulos Transliteration C: thereiavlos Beta Code: qerei/aulos

English (LSJ)

θερείαυλον, prob. living in villeggiatura, Theognost.Can. 96.

Greek (Liddell-Scott)

θερείαυλος: -ον, ἐν θερινῇ κατοικίᾳ διατρίβων, Θεόγνωστ. 96, 5.

Greek Monolingual

θερείαυλος, -ον (Μ)
αυτός που διαμένει σε θερινή κατοικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρειος + -αυλος < αυλή].