θεροκοπώ

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source

Greek Monolingual

(Μ θεροκοπῶ, -έω)
θερίζω συνεχώς και με ζήλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος «θερισμός» + -κοπώ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. γλεντοκοπώ, μεθοκοπώ].