Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θλιμμένος

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ θλιμμένος, -η, -ον)
1. λυπημένος, στενοχωρημένος
2. πένθιμος.
επίρρ...
θλιμμένα (Μ θλιμμένα)
με θλίψη, λυπητερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παθητ. μτχ. του θλίβω.