θουραίος

From LSJ

οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself

Source

Greek Monolingual

θουραῖος, -αία, -ον (Α) θούρος
(κατά τον Ησύχ.) βίαιος, ορμητικός, ασελγής, λάγνος.