οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself
θουραῖος, -αία, -ον (Α) θούρος(κατά τον Ησύχ.) βίαιος, ορμητικός, ασελγής, λάγνος.