θρύλημα

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρῡ́λημα Medium diacritics: θρύλημα Low diacritics: θρύλημα Capitals: ΘΡΥΛΗΜΑ
Transliteration A: thrýlēma Transliteration B: thrylēma Transliteration C: thrylima Beta Code: qru/lhma

English (LSJ)

-ατος, τό, common talk, by-word, LXXJb.17.6.

Greek (Liddell-Scott)

θρύλημα: (κοινῶς θρύλλος), τό, θέμα κοινῆς ὁμιλίας, «παροιμία» (πρβλ. τὸ Λατ. fabula fies), Ἑβδ. (Ἰώβ. ΙΖ΄, 6).

Greek Monolingual

το (Α θρύλημα) θρυλώ, διάδοση, θρύλος.