θυγατροθετώ

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source

Greek Monolingual

θυγατροθετῶ, -έω (Μ)
παίρνω κάποιαν ως θετή θυγατέρα, ως κόρη μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο- (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θηγατρός) + -θετώ (< -θέτης < τίθημι), πρβλ. αγωνοθετώ, υιοθετώ].