θυλακοφόρος

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡλᾰκοφόρος Medium diacritics: θυλακοφόρος Low diacritics: θυλακοφόρος Capitals: ΘΥΛΑΚΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: thylakophóros Transliteration B: thylakophoros Transliteration C: thylakoforos Beta Code: qulakofo/ros

English (LSJ)

θυλακοφόρον, carrying a bag, name for prospectors, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 1222] Sackträger, nach VLL. von Bergleuten.

Greek (Liddell-Scott)

θῡλᾰκοφόρος: -ον, φέρων μεθ’ ἑαυτοῦ πήραν, ὄνομα τῶν ὀρεινῶν χωρικῶν, οἵτινες καὶ πηροφόροι ἐκαλοῦντο, Ἡσύχ., Φώτ.

Greek Monolingual

θυλακοφόρος, -ον (Α)
(για χωρικούς που ζουν σε ορεινά μέρη) αυτός που φέρει μαζί του σακούλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + -φορος (< φέρω), πρβλ. ροπαλοφόρος, φαεσφόρος.