φαεσφόρος
English (LSJ)
(parox.), ον, (φάος, φέρω) light-bringing, λαμπάδες A.Ag.489; Κύκλωπος ὄψις E.Cyc.462; ἐν μακρᾷ φλογὶ φαεσφόρῳ, i.e. after many days, Id.Hel.629 (lyr.), cf. Call.Dian.204; Ἠώς A. R.4.885; of Artemis, IG14.2524 (Autun). Cf. φωσφόρος.
German (Pape)
[Seite 1250] Licht tragend, bringend, leuchtend, erhellend; λαμπάδες Aesch. Ag. 475; φλόξ Eur. Hel. 635; ὄψις Cycl. 461. – Vgl. φωσφόρος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte la lumière, qui éclaire.
Étymologie: φάος, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
φαεσφόρος: φάος светоносный, светящий, сияющий (λαμπάδες Aesch.; ὄψις Eur.): ἐν μακρᾷ φλογὶ φαεσφόρῳ Eur. спустя много времени.
Greek (Liddell-Scott)
φαεσφόρος: -ον, (φάος, φέρω) ὁ φέρων ἢ παρέχων φῶς, λαμπάδες Αἰσχύλ. Ἀγ. 489· Κύκλωπος ὄψις Εὐρ. Κύκλ. 462· ἐν μακρᾷ φλογὶ φαεσφόρῳ, δηλ. μετὰ μακρὸν χρόνον, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 629· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., οἷον Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 204· ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Ἑλληνικ. Ἐπιγράμμ. 798. Πρβλ. φωσφόρος. ― Κατὰ Σουΐδ. καὶ Φώτ.: «φαεσφόρους, φωτοφόρους, φωτὸς παρεκτικούς, γνώσει φωτιζούσας», καὶ καθ’ Ἡσύχ.: «φαεσφόρος (Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, σ. 41, 547) γνωσὶ φωτίζων, καὶ τὸ φῶς παρέχων» ἔνθα γραπτέον «γνώσει φ.».
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) βλ. φωσφόρος.
Greek Monotonic
φᾰεσφόρος: -ον (φάος, φέρω), αυτός που φέρνει φως, σε Αισχύλ., Ευρ.
Middle Liddell
φαεσ-φόρος, ον, φάος, φέρω
light-bringing, Aesch., Eur.
English (Woodhouse)
Léxico de magia
v. φωσφόρος