ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged
το (Μ θυρίδιον)
μικρή θύρα
νεοελλ.
ναυτ. μικρή τετράγωνη δίοδος διά μέσου τών καθεκτών, η τρύπα του κουθουσιού
μσν.
1. η πύλη του αγίου βήματος
2. είσοδος, έμπασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. μαχαιρίδιον, χοιρίδιον)].