κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
θυροκροτῶ, -έω (Α)θυροκοπώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -κροτώ (< κρότος), πρβλ. συγκροτώ, χειροκροτώ].