ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off
ἰάτωρ, ιων. τ. ἰήτωρ, -ορος, ό (Α)γιατρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιάομαι, -ώμαι + -τωρ (πρβλ. ηγήτωρ, οικήτωρ)].