ιαχώ
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
ἰαχῶ, -έω (Α)
1. κραυγάζω, φωνάζω («ἰαχήσατε δ' οὐρανῷ», Ευρ.)
2. θρηνώ, οδύρομαι, κλαίω για κάτι
3. αντηχώ, ακούγομαι δυνατά («ὀλολύγματα ἰαχεῖ», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιάχω].