ιδεάρχης

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source

Greek Monolingual

ἰδεάρχης, ὁ (Μ)
η πηγή τών ιδεών, η πηγή της νόησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδέα + -άρχης (< άρχω), πρβλ. μονάρχης, νομάρχης].