ιδεάρχης

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

ἰδεάρχης, ὁ (Μ)
η πηγή τών ιδεών, η πηγή της νόησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδέα + -άρχης (< άρχω), πρβλ. μονάρχης, νομάρχης].