μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
ἰδεάρχης, ὁ (Μ)η πηγή τών ιδεών, η πηγή της νόησης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδέα + -άρχης (< άρχω), πρβλ. μονάρχης, νομάρχης].