ιεράρχηση

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

ιεραρχώ
η κατάταξη διαφόρων καταστάσεων, φαινομένων και αξιών με βάση τη σπουδαιότητα τους ή με άλλο κριτήριο.