ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
ἱεραπόλος και ἱερηπόλος, ὁ (Α)
ανώτατος ιερέας σε ορισμένες ελληνικές πόλεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -πόλος «ο ασχολούμενος, αυτός που φροντίζει για...»< πέλω / πέλομαι (πρβλ. αιπόλος, θεηπόλος). Ο τ. αντί ιεροπόλος με -ᾱ- και -η-προς αποφυγή τών αλλεπάλληλων βραχέων].